λάθρ'

λάθρ'
λάθρᾳ , λάθρῃ
secretly
attic (poetic indeclform adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • κάρτα — (I) κάρτα (Α) επίρρ. 1. πάρα πολύ, σφοδρά («κάρτα κακῶς ῥιγῶ», Ιππων.) 2. εντελώς, κατ εξοχήν («κάρτα δ ἔστ ἐγχώριος», Αισχύλ.) 3. φρ. «καὶ κάρτα» α) (σε διάλογο) αλήθεια, βέβαια β) για ενδυνάμωση αυτού που λέγεται («ἦσαν μὲν καὶ τὰ ἀνέκαθεν… …   Dictionary of Greek

  • κρυφαίος — κρυφαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. κρυμμένος («εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῡτον κρυφαῑον», Πίνδ.) 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός («κρυφαῑον ἔπος», Σοφ.). Επιρρ. κρυφαίως (Α) κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από κρυφῇ + κατάλ. αῖος (πρβλ. λαθρ αίος, λιτ αίος)] …   Dictionary of Greek

  • λαθρέμπορος — ο αυτός που κάνει λαθρεμπόριο, κυ. κοντραμπατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + ἔμπορος. Ο τ. είναι πιθ. απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. contrebandier. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Βασ. Κιατίπη] …   Dictionary of Greek

  • λαθραλιεία — η παράνομη ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή τον τρόπο αλιεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) + ἁλιεία] …   Dictionary of Greek

  • λαθραναγνώστης — ο αυτός που διαβάζει λαθραία, χωρίς να αγοράζει το έντυπο που διαβάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + ἀναγνώστης] …   Dictionary of Greek

  • λαθρεπίβουλος — λαθρεπίβουλος, ὁ (Α) αυτός που μηχανορραφεί, που σκευωρεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρ(ο) * + ἐπίβουλος «αυτός που σχεδιάζει κακό»] …   Dictionary of Greek

  • λαθρεπιβάτης — ο, θηλ. λαθρεπιβάτις και λαθρεπιβάτισσα αυτός που επιβιβάζεται σε οποιοδήποτε μέσο μαζικής μεταφοράς λαθραία, δηλ. χωρίς να καταβάλει εισιτήριο και, προκειμένου για ταξίδι στο εξωτερικό, χωρίς να επιδείξει προς έλεγχο το διαβατήριο ή τα… …   Dictionary of Greek

  • λαθροβοσκή — η η βόσκηση σε απαγορευμένο τόπο χωρίς άδεια τής δασικής υπηρεσίας, λαθραία βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + βοσκή] …   Dictionary of Greek

  • λαθροβόλος — λαθροβόλος, ον (Α) αυτός που πλήττει κάποιον λαθραία, κρυφά («ἰξευταί... λαθροβόλῳ δόνακι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”